- κοινωνησις
- κοινώνησις-εως ἥ pl. общность
(παίδων Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παίδων Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινώνησις — κοινώνησις, ἡ (Α) [κοινωνώ] 1. συμμετοχή κάποιου σε κάτι 2. πάπ. συνεταιρισμός, εταιρεία … Dictionary of Greek
κοινωνήσει — κοινώνησις reciprocal recognition fem nom/voc/acc dual (attic epic) κοινωνήσεϊ , κοινώνησις reciprocal recognition fem dat sg (epic) κοινώνησις reciprocal recognition fem dat sg (attic ionic) κοινωνέω have aor subj act 3rd sg (epic) κοινωνέω have … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήσεις — κοινώνησις reciprocal recognition fem nom/voc pl (attic epic) κοινώνησις reciprocal recognition fem nom/acc pl (attic) κοινωνέω have aor subj act 2nd sg (epic) κοινωνέω have fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήσηι — κοινώνησις reciprocal recognition fem dat sg (epic) κοινωνήσῃ , κοινωνέω have aor subj mid 2nd sg κοινωνήσῃ , κοινωνέω have aor subj act 3rd sg κοινωνήσῃ , κοινωνέω have fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινώνησιν — κοινώνησις reciprocal recognition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήσεων — κοινωνήσεω̆ν , κοινώνησις reciprocal recognition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήσῃ — κοινωνήσηι , κοινώνησις reciprocal recognition fem dat sg (epic) κοινωνέω have aor subj mid 2nd sg κοινωνέω have aor subj act 3rd sg κοινωνέω have fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)